ανθυπνωτικός

ανθυπνωτικός
-ή, -ό
αυτός που καταπολεμά τον ύπνο, την υπνηλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανθ-* + υπνωτικός. Η λ. ανθυπνωτικόν, το μαρτυρείται από το 1877 στον λόγιο και συγγραφέα Εμμανουήλ Ροΐδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”